- βελτίονα
- βελτί̱ονα , βελτίωνbetter: neut nom /voc /acc comp plβελτί̱ονα , βελτίωνbetter: masc /fem acc comp sg
Morphologia Graeca. 2013.
Morphologia Graeca. 2013.
βελτίονα — βελτί̱ονα , βελτίων better neut nom/voc/acc comp pl βελτί̱ονα , βελτίων better masc/fem acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταπίπτω — (ΑΜ μεταπίπτω) [πίπτω] 1. πέφτω με διαφορετικό τρόπο ή σε άλλο μέρος, αλλάζω απότομα θέση ή κατάσταση, μεταστρέφομαι, μεταβάλλομαι ή αλλοιώνομαι ξαφνικά («ἀπὸ μὲν δὴ ταύτης τῆς ἡμέρας μεταπεσεῑν τὸ εἶδος», Ηρόδ.) 2. γραμμ. (για λέξεις) αλλάζω… … Dictionary of Greek